- σπονδοποιός
- ὁ, Αεντεταλμένος που συνομολογούσε ειρήνη ή ανακωχή προσφέροντας σπονδή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σπονδοποιΐα — ἡ, Α [σπονδοποιός] η συνομολόγηση ειρήνης ή ανακωχής με σπονδές … Dictionary of Greek
σπονδοποιούμαι — έομαι, και σπενδοποιώ, Α [σπονδοποιός] 1. συνομολογώ ειρήνη ή ανακωχή με σπονδές 2. παριστάνω κάποιον να κάνει σπονδές … Dictionary of Greek